αλκαλικά διαλύματα

αλκαλικά διαλύματα
Διαλύματα των οποίων το πε-χα (PH) έχει τιμές μεταξύ 7 και 14: 7≤PH≤14. Στα διαλύματα αυτά η συγκέντρωση των ανιόντων υδροξυλίου (COH-) είναι μεγαλύτερη από τη συγκέντρωση των κατιόντων υδρογόνου (CH+). Από δύο διαλύματα που το ένα έχει, π.χ., PH=9 και το άλλο PH=8, πιο αλκαλικό είναι το πρώτο, γιατί η συγκέντρωση COH είναι σε αυτό COH=10-5, ενώ στο δεύτερο είναι COH=10-6 (οι τιμές των συγκεντρώσεων αυτών βρίσκονται από τις σχέσεις: COH · CH = 10-14 και ΡΗ= -λογ · CH). Α.δ. είναι όλα τα διαλύματα των βάσεων, ανόργανων και οργανικών και πολλών αλάτων που προέρχονται από ισχυρές βάσεις και ασθενή οξέα. Ο προσδιορισμός του μέτρου της βασικότητας ενός διαλύματος γίνεται με ειδικά ηλεκτρικά όργανα, τα πεχά-μετρα ή με χρωματομετρικό προσδιορισμό του πε-χα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • βυρσοδεψία — Οι τεχνικές και χημικές επεξεργασίες που κάνουν άσηπτα και αδιάβροχα τα δέρματα των ζώων. Η χρήση των δερμάτων για προστατευτικά καλύμματα και ενδύματα έχει τις ρίζες της στους προϊστορικούς χρόνους. Πολυάριθμες ενδείξεις παρουσιάζουν ως… …   Dictionary of Greek

  • πετρέλαιο — Μείγμα πολυάριθμων υδρογονανθράκων, όλων σχεδόν των χημικών σειρών, που περιέχει και μικρές ποσότητες οξυγονούχων, αζωτούχων και θειούχων προϊόντων. Πετρέλαια θεωρούνται και τα ορυκτέλαια που εξάγονται από μεταλλευτικά κοιτάσματα, εκείνα που… …   Dictionary of Greek

  • απόχυση — Μέθοδος που γίνεται σε υγρό κατασταλαγμένο, δηλαδή που έχει αυθόρμητα διαχωριστεί από ένα στερεό με την επίδραση της βαρύτητας. Αν σε ένα υγρό βρίσκονται στερεά σωματίδια σε αισθητές ποσότητες σαν αιώρημα σε ηρεμία, πρώτα διαχωρίζονται τα… …   Dictionary of Greek

  • θειοχρώματα — τα χημ. συνοπτική ονομασία πολύπλοκων συνθετικών χρωστικών που περιέχουν θείο στο μόριο τους, αλλ. θειούχα χρώματα. Τα χρώματα αυτά σχηματίζονται όταν αποτίθενται πάνω στις ίνες τής κυτταρίνης από αλκαλικά διαλύματα θειούχου νατρίου στα οποία… …   Dictionary of Greek

  • καζεΐνη — Το κύριο κλάσμα πρωτεϊνών που περιέχεται αποκλειστικά στο γάλα των θηλαστικών, σε ποικίλες αναλογίες στα διάφορα είδη. Στη βιομηχανία η κ. παραλαμβάνεται απευθείας από το γάλα. Η καθαρή κ. είναι λευκή σκόνη, αδιάλυτη στο νερό, αλλά διαλυτή σε… …   Dictionary of Greek

  • οξ(ε)ίδιο — το (Α ὀξείδιον και ὀξίδιον) νεοελλ. χημικό σώμα που σχηματίζεται από την ένωση τού οξυγόνου με ένα στοιχείο ή με μία ρίζα (α. «βασικά οξείδια» τα ιοντικά οξείδια μετάλλων που σχηματίζουν, όταν είναι διαλυτά, αλκαλικά διαλύματα β. «όξινα οξείδια»… …   Dictionary of Greek

  • ρόκος — ο, Ν. (βιοχ.) καροτενοειδής χρωστική, διαλυτή στα αλκαλικά διαλύματα και στα έλαια, η οποία εκχυλίζεται από την κόκκινη κηρώδη ουσία τού γνωστού με τη λόγια ονομασία βίξα η ορελλάνειος φυτού …   Dictionary of Greek

  • πυροκατεχίνη ή ορθο-διοξυβενζόλιο — Ισομερές της ρεσορκίνης (μετα διοξυβενζόλιο) και της υδροκινόνης (παρα διοξυβενζόλιο). Ανακαλύφθηκε από τον Ράινς το 1839 κατά την ξηρά απόσταξη της κατεχίνης και παρασκευάζεται βιομηχανικά με αλκαλική τήξη της ορθο χλωροφαινόλης ή του… …   Dictionary of Greek

  • βάσεις — Χημικές ενώσεις που χαρακτηρίζονται από την ικανότητα να διίστανται στα υδατικά διαλύματά τους δίνοντας τα υδροξύλια (ΟΗ), η συγκέντρωση των οποίων είναι ευθέως ανάλογη με την ισχύ της βάσης. Το φαινόμενο αυτό της ηλεκτρολυτικής διάστασης είναι… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτροχημεία — Το τμήμα της χημείας (ή ακριβέστερα της φυσικοχημείας) που αφορά τη χημική και ηλεκτρική συμπεριφορά των ηλεκτρολυτικών διαλυμάτων (βλ. λ. ηλεκτρόλυση). Πιο γενικά, στον όρο η. συμπεριλαμβάνονται όλες οι αντιδράσεις μεταξύ χημικής και ηλεκτρικής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”